Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσουρούτικος -η -ο [tsurútikos] Ε5 : (οικ.) για ρούχο ή για κτ. κατασκευασμένο συνήθ. από ύφασμα, που είναι στενό ή και κοντό.
τσουρούτικα ΕΠIΡΡ. [τουρκ. çürüt- αόρ. του çürür `φθείρω (για ύφασμα)΄ -ικος]