Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "τσουρούτικος -η -ο"
1 εγγραφή
τσουρούτικος -η -ο [tsurútikos] Ε5 : (οικ.) για ρούχο ή για κτ. κατασκευασμένο συνήθ. από ύφασμα, που είναι στενό ή και κοντό. τσουρούτικα ΕΠIΡΡ.

[τουρκ. çürüt- αόρ. του çürür `φθείρω (για ύφασμα)΄ -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες