Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "τσιπ 1"
1 εγγραφή
τσιπ 1 το [tsíp] Ο (άκλ.) : (ηλεκτρον.) ηλεκτρονικό στοιχείο· ολοκληρωμένο κύκλωμα. τσιπάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. chip]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες