Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρίδιπλος -η -ο [tríδiplos] Ε5 : 1. που τον έχουν διπλώσει ή τυλίξει τρεις φορές, στα τρία: Σκεπάστηκε με τρίδιπλη κουβέρτα. Tρίδιπλο σκοινί. 2. (μτφ., λογοτ.) πολύ μεγάλος, πολύ έντονος: Ξέσπασε τρίδιπλη η οργή του.
τρίδιπλα ΕΠIΡΡ. [τρι- 1 + -διπλος]