Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύννομος -η -ο [sínomos] Ε5 : που είναι σύμφωνος με το νόμο: Οι ενέργειες του προϊσταμένου μου δεν ήταν σύννομες. H απόφαση του συμβουλίου κρίθηκε ως μη σύννομη.
[λόγ. < ελνστ. σύννομος (διαφ. το αρχ. σύννομος `που βόσκει μαζί΄)]