Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συστηματικός -ή -ό [sistimatikós] Ε1 : 1α.που γίνεται σύμφωνα με ένα σύστημαII3α ή που έχει σχέση με αυτό: H επιστημονική γνώση κατακτιέται με συστηματική μελέτη. Έχει κάνει συστηματικές έρευνες / σπουδές. β. (επιστ.) συστηματική θεολογία, που ασχολείται με την επιστημονική έκθεση των αληθειών που αναφέρονται στην πίστη και στην πράξη. συστηματική παιδαγωγική, που ασχολείται με τα προβλήματα της σύγχρονης αγωγής. συστηματική νόσος, που προσβάλλει το σύνολο των οργάνων του συστήματοςI1α ενός ζωντανού οργανισμού. || (ως ουσ.) η συστηματική, κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την ταξινόμηση των έμβιων όντων. 2. για άτομο του οποίου οι σκέψεις και οι ενέργειες ακολουθούν πάντοτε ένα σύστημα, μια ορθολογική μέθοδο: Είναι πολύ ~ στη δουλειά του / στη μελέτη του. 3. που γίνεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα ή συνεχώς: H συστηματική παρακολούθηση των μαθημάτων στο σχολείο είναι απαραίτητη. || (μειωτ.) για ενέργεια ή συμπεριφορά που τη χαρακτηρίζει η εμμονή: H συστηματική καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Συστηματική άρνηση / κριτική / αδιαφορία.
συστηματικά ΕΠIΡΡ: 1. Εργάζεται ~. Οι επιστήμονες έχουν κατατάξει ~ τα φυσικά φαινόμενα. 2. Ψεύδεται ~, κατά σύστημα. [λόγ. < ελνστ. συστηματικός `που ανήκει σε οργανωμένο σύνολο (αρχών)΄ & σημδ. γαλλ. systématique & αγγλ. systematic < υστλατ. systematicus < ελνστ. συστηματικός]