Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "συστατικός 1 -ή -ό"
1 εγγραφή
συστατικός 1 -ή -ό [sistatikós] Ε1 : 1.που αποτελεί μέρος ενός όλου: Tα συστατικά στοιχεία. 2. (ως ουσ.) το συστατικό: α. καθεμιά από τις ουσίες από τις οποίες αποτελείται ένα φυσικό προϊόν ή καθεμιά από τις ουσίες ή τα υλικά με τα οποία παρασκευάζεται ένα φάρμακο, ένα φαγητό κτλ.: Tα συστατικά των μεταλλικών νερών έχουν θεραπευτικές ιδιότητες. Φάρμακο με επικίνδυνα συστατικά. Tο κύριο συστατικό του πουρέ είναι η πατάτα. β. καθένα από τα στοιχεία που αποτελούν ένα σύνολο: Ο πρόλογος αποτελεί τυπικό συστατικό της αρχαίας τραγωδίας. Tο σκηνικό δίνει τα στοιχειώδη συστατικά του φυσικού χώρου, π.χ. βράχους, θάμνους, νερά κτλ. H λέξη, το φώνημα κτλ. είναι συστατικά της γλωσσικής δομής.

[λόγ. < ελνστ. συστατικός `κατάλληλος για να συνδέσει΄ & σημδ. γαλλ. constitutif, constituant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες