Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "συνοδικός 1 -ή -ό"
1 εγγραφή
συνοδικός 1 -ή -ό [sinoδikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την εκκλησιαστική σύνοδο: Συνοδικοί κανόνες, που έχει θεσπίσει η Iερά Σύνοδος. ~ τόμος, πατριαρχικό και συνοδικό έγγραφο που περιέχει τις σπουδαιότερες αποφάσεις των συνόδων. Συνοδικό σύστημα, το σύστημα διοίκησης της ορθόδοξης εκκλησίας από τις συνόδους. 2. (ως ουσ.) α. ο συνοδικός, ιεράρχης, μέλος της Iεράς Συνόδου. β. το Συνοδικό, η αίθουσα όπου συνεδριάζει η Iερά Σύνοδος.

[λόγ. < ελνστ. συνοδικός `που αναφέρεται σε εθνική συγκέντρωση΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες