Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνδετικός -ή -ό [sinδetikós] Ε1 : 1.που συνδέει, που είναι κατάλληλος για σύνδεση: Tο κονίαμα είναι συνδετικό υλικό. || (γραμμ.) συνδετικό / συνθετικό φωνήεν, συνήθ. το “-ο-” που ενώνει δύο απλές λέξεις στη σύνθεση, π.χ. γυναικ-ό-παιδα. || (ανατ.) ~ ιστός, είδος ζωικού ιστού που η λειτουργία του είναι να στηρίζει το σώμα, τα όργανα και τα μέρη τους· συνεκτικός ιστός. || (μτφ.): ~ κρίκος, στοιχείο ενότητας ή συνάφειας: H μητέρα είναι ο ~ κρίκος που ενώνει τα μέλη της οικογένειας. Οι βιολόγοι προσπάθησαν να βρουν το συνδετικό κρίκο μεταξύ ανθρώπου και πιθήκου. Yπάρχει ένας ~ κρίκος που ενώνει τα δύο αυτά γεγονότα. 2. (ως ουσ., γραμμ.) το συνδετικό: α. ρήμα που συνδέει το υποκείμενο με το κατηγορούμενο, κυρίως τα ρήματα είμαι και γίνομαι. β. ορθογραφικό σημά δι ()) που σημειώνεται κάποτε κάτω από ορισμένα συμπλέγματα φωνηέντων, όταν είναι ανάγκη να δειχτεί πως πρέπει να συμπροφερθούν, π.χ.: χαϊδεύω [x(ai)δévo].
[λόγ. < ελνστ. συνδετικός (συνδετικό φωνήεν: μτφρδ. γερμ. Bindevokal· 2α: σημδ. νλατ. copula < λατ. copula `που ενώνει΄)]