Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στυγνός -ή -ό [stiγnós] Ε1 : 1.που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη αισθημάτων, η σκληρότητα, η ωμότητα: ~ εργοδότης / εκμεταλλευτής. Στυγνή εκμετάλλευση. Στυγνή πραγματικότητα, σκληρή. 2. που είναι σκυθρωπός, αγέλαστος: Στυγνή όψη.
στυγνά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. στυγνός `μισητός, κατσούφης΄]