Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στατικός -ή -ό [statikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη στάση 1, που προκαλεί ακινησία ή βρίσκεται σε ακινησία: Στατική εικόνα. Στατική μορφή. || (φυσ.): ~ ηλεκτρισμός, όταν τα ηλεκτρικά φορτία ενός σώματος βρίσκονται σε κατάσταση ακινησίας. || (ψυχ.): Στατικό αίσθημα / στατική αίσθηση, η αίσθηση του χώρου καθώς και της θέσης του σώματός μας μέσα σ΄ αυτόν. || (οικον.): Στατική οικονομία, όταν τα βασικά οικονομικά μεγέθη παραμένουν στάσιμα. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στη στατική: ~ έλεγχος ενός οικοδομήματος. Στατική μελέτη μιας κατασκευής. Στατικές ικανότητες του οπλισμένου σκυροδέματος.
στατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. στατικός `που σταματάει κτ.΄ & σημδ. γαλλ. statique < αρχ. στατικός]