Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπονδυλωτός -ή -ό \'F7 [sponδilotós] Ε1 : 1. που αποτελείται από σπονδύλουςI: Tα σπονδυλωτά ζώα. || (ως ουσ.) τα σπονδυλωτά, συνομοταξία ζώων με κύριο χαρακτηριστικό την ύπαρξη σπονδυλικής στήλης και ραχιαίου κεντρικού νευρικού συστήματος. 2. (μτφ.) για θεατρικό, κινηματογραφικό κτλ. έργο που αποτελείται από ξεχωριστά, αυτοτελή μέρη, τα οποία όμως έχουν εσωτερική συνοχή και ίδιο θεματικό άξονα: Σπονδυλωτή ταινία. Σπονδυλωτό μυθιστόρημα.
[λόγ. σπόνδυλ(ος) -ωτός μτφρδ. γαλλ. les vertébrés (στη σημ. 1)]