Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρότυπος -η -ο [prótipos] Ε5 : 1α. για κτ. που έχει κατασκευαστεί ή οργανωθεί με μια μέθοδο ή με ένα σύστημα νέο και πρωτοποριακό και που μπορεί να αποτελέσει το υπόδειγμα για άλλες όμοιες ή ανάλογες κατασκευές, δραστηριότητες κτλ.: ~ οικισμός. Πρότυπη βιομηχανική μονάδα. Πρότυπο σχολείο, όπου δοκιμάζονται νέοι τρόποι διδασκαλίας και όπου ασκούνται στις μεθόδους διδασκαλίας φοιτητές παιδαγωγικών σχολών. || Πρότυπη προφορά μιας γλώσσας θεωρείται συνήθως η προφορά της πρωτεύουσας. β. υποδειγματικός, τέλειος: Ένας ~ μαθητής, πρότυπο μαθητή. 2. (ως ουσ.) το πρότυπο: α. προϊόν που κατασκευάζεται σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές και που χρησιμεύει ως υπόδειγμα για τη μαζική παραγωγή πανομοιότυπων προϊόντων. || τρόπος κατασκευής ή οργάνωσης που χρησιμεύει ως υπόδειγμα ή ως βάση για ανάλογα έργα: H θεμελίωση της γέφυρας έγινε σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. β. για κπ. ή για κτ. που κατέχει σε βαθμό τελειότητας κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα, για την κατηγορία στην οποία ανήκει, και που χρησιμεύει ως παράδειγμα προς μίμηση: Είναι πρότυπο αρετής / καλού οικογενειάρχη / ευσυνείδητου υπαλλήλου. Σε όλη του τη ζωή είχε τον πατέρα του ως πρότυπο. Tο χωριό μας πρέπει να γίνει πρότυπο καθαριότητας. || πρόσωπο ή κατάσταση που προκαλεί το θαυμασμό μας και την επιθυμία να το μιμηθούμε: Οι μεγάλοι επιστήμονες είναι τα πρότυπα πολλών νέων. H υιο θέτηση ξένων προτύπων άλλαξε τη μορφή της ελληνικής κοινωνίας.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. πρότυπον, ουδ. επιθ. πρότυπος `που προεικονίζει΄ & σημδ. γαλλ. modèle]