Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πρόστυπος -η -ο"
1 εγγραφή
πρόστυπος -η -ο [próstipos] Ε5 : για ανάγλυφη παράσταση που εξέχει ελαφρά από την επιφάνεια όπου έχει δημιουργηθεί. ANT έκτυπος.

[λόγ. < ελνστ. πρόστυπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες