Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προνομιούχος -α -ο [pronomiúxos] Ε4 : που έχει κάποιο προνόμιο ή προνόμια, που η φύση, η τύχη, η κοινωνία κτλ. του έχουν εξασφαλίσει μια ιδιαίτερα ευνοϊκή θέση, μεταχείριση: Προνομιούχες κοινωνικές τάξεις. Προνομιούχες θέσεις. Οι προνομιούχοι κάτοικοι των προαστίων. || Προνομιούχες μετοχές, που υπάγονται σε ειδικό, ευνοϊκό καθεστώς. ANT κοινές. || (ως ουσ.) ο προνομιούχος: Οι προνομιούχοι της κοινωνίας.
[λόγ. προνόμι(ον) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. privilégié]