Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προκρούστειος -α -ο [prokrústios] Ε6 : 1. κυρίως στη ΦΡ προκρούστεια κλίνη: Bάζω κπ. ή κτ. στην προκρούστεια κλίνη, επιχειρώ με βίαιο και αυθαίρετο τρόπο να προσαρμόσω πρόσωπα ή καταστάσεις στα μέτρα, στις απαιτήσεις μου. 2. που τον χαρακτηρίζει βιαιότητα και αυθαιρεσία: Προκρούστεια λύση / τακτική.
[λόγ. < αρχ. Προκρούστ(ης) -ειος μτφρδ. αγγλ. procrustean < λατ. Ρrocrustes < αρχ. Προκρούστης]