Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ποτ πουρί το [pót purí] Ο (άκλ.) : 1. μέρη (στροφές, ρεφρέν) από διάφορες, συνήθ. γνωστές και δημοφιλείς, μελωδίες, που εκτελούνται διαδοχικά ως ενιαίο σύνολο: H ορχήστρα έπαιζε ένα εύθυμο ~. 2. σύνολο, ποικιλία από πολλά, ποικιλόμορφα πράγματα.
[λόγ. < γαλλ. pot-pourri]