Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πολύλογος -η -ο"
1 εγγραφή
πολύλογος -η -ο [políloγos] Ε5 : που διατυπώνεται, που εκφέρεται με πολλά και συνήθ. περιττά λόγια: Πολύλογη αφήγηση / περιγραφή.

[λόγ. < αρχ. πολύλογος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες