Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολιτισμικός -ή -ό [politizmikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πολιτισμό1: Εμφάνιση νέων πολιτισμικών φαινομένων. Φτωχό / πλούσιο πολιτισμικό περιβάλλον. H πολιτισμική διάσταση των οικονομικών φαινομένων. Πολιτισμικό σοκ, η δυσκολία ή αδυναμία προσαρμογής σε νέες ή ξένες αξίες, κουλτούρες.
πολιτισμικά ΕΠIΡΡ: Ένα γλωσσικό φαινόμενο είναι δυνατό να ερμηνευθεί ~. [λόγ. πολιτισμ(ός) -ικός μτφρδ. γαλλ. culturel & αγγλ. cultural]