Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολιτισμένος -η -ο [politizménos] Ε3 : ANT απολίτιστος, βάρβαρος. 1. που έχει προηγμένο, ανεπτυγμένο πολιτισμό: Πολιτισμένες χώρες. Πολιτισμένοι λαοί. 2. (για πρόσ.) που έχει ευγενική συμπεριφορά, καλούς τρόπους: Συμπεριφορά / τρόποι πολιτισμένου ανθρώπου.
πολιτισμένα ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2. [λόγ. πολιτισ(μός) -μένος (σαν να υπήρχε ρ. *πολιτίζω) μτφρδ. γαλλ. civilisé]