Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλήττω 2, -ομαι Ρ2.2 παθ. αόρ. πλήγηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επλήγη, επλήγησαν, απαρέμφ. πληγεί : (λόγ.) 1α. χτυπώ, τραυματίζω κπ. με όπλο ή με άλλο μέσο: Επλήγη στο στήθος από το ξίφος του αντιπάλου / από θραύσμα χειροβομβίδας. β. χτυπώ, προξενώ ζημιά, καταστροφή: H αεροπορία έπληξε στρατιωτικούς στόχους. || (μτφ.): H οικονομία της χώρας πλήττεται από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου. H κακοκαιρία έπληξε την αγροτική παραγωγή. H περιοχή έχει πληγεί επανειλημμένα από σεισμούς. 2. (μτφ.) προκαλώ ψυχικό τραύμα, πόνο ή λύπη: Επλήγη από μεγάλη συμφορά. H απώλεια του μονάκριβου παιδιού της την έπληξε βαθύτατα.
[λόγ. < αρχ. πλήττω]