Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιστός -ή -ό [pistós] Ε1 : 1. που του έχει κανείς εμπιστοσύνη, έμπιστος αλ λά και αφοσιωμένος. ANT άπιστος: ~ υπηρέτης / φίλος / σύζυγος / σκύλος. Είχε δημιουργήσει μια φρουρά από πιστούς σ΄ αυτόν στρατιώτες. H σύζυγός του δεν του έμεινε πιστή. (έκφρ.) πιστή Πηνελόπη*. 2. που είναι σταθερός, συνεπής, προσηλωμένος σε κτ.: ~ στο καθήκον / στις ιδέες του / στις πεποιθήσεις του. Πιστή στη μόδα. ~ στις θεωρίες του, αγωνίστηκε για την επικράτησή τους. 3. ακριβής (σε σχέση με ένα πρωτότυπο): Πιστό αντίγραφο. Πιστή μετάφραση / αφήγηση / αναπαράσταση. Δίνω μια πιστή εικόνα της πραγματικότητας. || Είναι πιστό αντίγραφο του πατέρα του, του μοιάζει πάρα πολύ. 4. (ως ουσ.) ο πιστός, αφοσιωμένος οπαδός μιας θρησκείας, μιας εκκλησίας. || (πληθ.) το σύνολο των οπαδών μιας θρησκείας, μιας εκκλησίας. (έκφρ.) όσοι πιστοί προσέλθετε, για πρόσκλη ση ατόμων να συμμετάσχουν σε ομαδική δραστηριότητα: Aύριο το βράδυ θα κάνω πάρτι· όσοι πιστοί προσέλθετε.
πιστά ΕΠIΡΡ: Yπηρετώ / ακολουθώ / τηρώ ~ κτ. Mεταφράζω / αντιγράφω / αφηγούμαι ~. [1-2: αρχ. πιστός· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. fidèle· 4: λόγ. ελνστ. σημ.]