Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "περιφρονητέος -α -ο"
1 εγγραφή
περιφρονητέος -α -ο [perifronitéos] Ε4 : που αξίζει να τον περιφρονήσουν, που δεν αξίζει να του δείξουν προσοχή, εκτίμηση ή σεβασμό· (πρβ. καταφρονητέος): Kαθόλου περιφρονητέα δεν είναι η δύναμή του.

[λόγ. < ελνστ. περιφρονητέος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες