Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιοδεύων -ουσα -ον [perioδévon] Ε12 : (λόγ.) που περιοδεύει: ~ θίασος. Περιοδεύοντες αντιπρόσωποι / πωλητές. || (ως ουσ., στρατ.) το περιοδεύον, συμβούλιο επιλογής οπλιτών.
[λόγ. μεε. του περιοδεύω]