Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πελεκητός -ή -ό [pelekitós] Ε1 : που τον έχουν πελεκήσει, επεξεργαστεί με πελέκι ή με άλλο κοφτερό εργαλείο του χεριού: Πελεκητό ξύλο, σκαλιστό. Πελεκητή ξυλεία, για κορμούς δέντρων που τους έχουν τετραγωνίσει χονδροειδώς με πελέκημα. || Πελεκητή πέτρα, λαξευτή.
[ελνστ. πελεκητός]