Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πασσαλόπηκτος -η -ο [pasalópiktos] Ε5 : που στηρίζεται σε πασσάλους: Πασσαλόπηκτες καλύβες, σε λίμνες ή λιμνοθάλασσες.
[λόγ. πάσσαλ(ος) -ο- + πηκ- (δες στο πασσαλοπήκτης) -τος]