Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλαβός -ή -ό [palavós] Ε1 : 1.(για πρόσ.) που συμπεριφέρεται με τρόπο που γενικά δείχνει μια μικρότερη ή μεγαλύτερη έλλειψη σύνεσης, φρόνη σης ή πνευματικής και ψυχικής ισορροπίας· χαζός, τρελός, ανισόρροπος. || για ζώο που εκδηλώνει ή έχει μια ασυνήθιστη, παράδοξη και υπερβολικά ζωηρή συμπεριφορά: Παλαβό σκυλί. Γάβγιζε σαν παλαβό. 2. (για συμπεριφορά, πράξη, λόγο κτλ.) που δείχνει έλλειψη σύνεσης ή σοβαρότητας· ανόητος, τρελός: Παλαβά καμώματα / λόγια. Παλαβό ντύσιμο. Παλαβές κουβέντες. || ριψοκίνδυνος, παράτολμος. 3. (ως ουσ.) α. τα παλαβά, παλαβή συμπεριφορά· παλαβωμάρες: Άρχισε πάλι τα παλαβά του. β. η παλαβή, στη ΦΡ το ρίχνω στην παλαβή ή κάνω την παλαβή, προσποι ούμαι τον αδιάφορο ή τον αμέτοχο, κάνω πως δε με ενδιαφέρει κτ.
παλαβά ΕΠIΡΡ. [παλάβρ(α) -ός με ανομ. αποβ. του δεύτερου υγρού συμφ.]