Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ουτοπικός -ή -ό [utopikós] Ε1 : για ιδέα, ιδίως ιδεολογία, που θεωρείται ότι είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί· (πρβ. χιμαιρικός): Ουτοπικοί στόχοι / οραματισμοί. Ουτοπική κοσμοθεωρία. Ουτοπικές κοσμοκρατορικές τάσεις. Ο ~ σοσιαλισμός, χαρακτηρισμός του σοσιαλισμού πριν από το Mαρξ.
[λόγ. < γαλλ. utopique < utop(ie) = ουτοπ(ία) -ique = -ικός]