Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορθολογικός -ή -ό [orθolojikós] Ε1 : που είναι σύμφωνος με τον ορθό λόγο, με τη λογική: Ορθολογική ανάλυση / μέθοδος. Ορθολογική οργάνωση της οικονομίας με στόχο το καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα. Ορθολογική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Ορθολογική κατανομή των κονδυλίων.
ορθολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ορθολογ(ισμός) -ικός (διαφ. το αρχ. ὀρθολογία `ορθότητα γλώσσας΄)]