Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ονειροπόλος -α -ο"
1 εγγραφή
ονειροπόλος -α -ο [oniropólos] Ε4 : 1. (ιδ. για πρόσ.) που ονειροπολεί συχνά, που κάνει όνειρα και, επηρεασμένος από αυτά, ζει σε ονειρική κατάσταση μακριά από την πραγματικότητα: ~ άνθρωπος. Aπό ~ επαναστάτης έγινε ρεαλιστής πολιτικός. 2. που εκφράζει ονειροπόληση: Ονειροπόλο βλέμμα.

[λόγ. < αρχ. ὀνειροπόλος `ερμηνευτής ονείρων΄ (ελνστ. επίθ.: `που ανήκει στα όνειρα΄) κατά την εξέλ. της σημ. του ονειροπολώ, σημδ. γαλλ. rêvasseur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες