Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ομόφρων -ων -ον"
1 εγγραφή
ομόφρων -ων -ον [omófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που έχει τις ίδιες ιδέες, τις ίδιες απόψεις με κπ. άλλον· ομόφρονας. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ὁμόφρων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες