Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομότιμος -η -ο [omótimos] Ε5 : ~ καθηγητής, τίτλος που υπό ορισμένες προϋποθέσεις απονέμεται σε καθηγητές ανώτατων σχολών μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία.
[λόγ. < αρχ. ὁμότιμος `με ίση τιμή, ισόβαθμος΄ σημδ. γερμ. Εmeritus]