Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομηρικός -ή -ό [omirikós] Ε1 : που αναφέρεται στον Όμηρο ή στα ποιήματά του: Ομηρικά ποιήματα / έπη, η Iλιάδα και η Οδύσσεια. Ομηρικοί ύμνοι. Ομηρικό λεξικό. Ομηρικό ζήτημα, το σύνολο των φιλολογικών προβλημάτων που αφορούν τη ζωή του Ομήρου και τη δημιουργία των ομηρικών επών. (έκφρ.) ~ καβγάς, πολύ βίαιος, όπως αυτοί που περιγράφει ο Όμηρος. ομηρικό γέλιο, πολύ δυνατό.
[λόγ. < αρχ. ὁμηρικός (ομηρικό ζήτημα: μτφρδ. γερμ. homerische Frage)]