Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ολυμπιακός -ή -ό"
1 εγγραφή
ολυμπιακός -ή -ό [olimbiakós] Ε1 : 1. Ολυμπιακοί αγώνες, αθλητικοί αγώνες - πανελλήνιοι κατά την αρχαιότητα, διεθνείς σήμερα- που γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια· (πρβ. Ολύμπια): Aναβίωση των αρχαίων ολυμπιακών αγώνων. Πρόταση για μόνιμη τέλεση των ολυμπιακών αγώνων στην Ελλάδα. Οι ολυμπιακοί αγώνες του 2004 θα γίνουν στην Aθήνα. || (ως ουσ.) οι Ολυμπιακοί, οι ολυμπιακοί αγώνες: Kατέκτησε δύο χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς της Ρώμης. 2. που αναφέρεται στους ολυμπιακούς αγώνες ή γενικά στον ολυμπισμό: Ο ~ ύμνος. Ολυμπιακή φλό γα / ιδέα. Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή. Ολυμπιακό στάδιο / ρεκόρ / μετάλλιο. Ολυμπιακό χωριό*.

[λόγ. επίθ. < αρχ. Ὀλυμπιακόν ἔτος `εκεχειρία κατά τους ολυμπιακούς αγώνες΄ σημδ. γαλλ. jeux olympiques < λατ. Οlympicus < αρχ. Ὀλυμπικός ἀγών (ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες