Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ολιστικός -ή -ό"
1 εγγραφή
ολιστικός -ή -ό [olistikós] Ε1 : 1. (φιλοσ.) που αναφέρεται στον ολισμό. 2. που προσπαθεί να δώσει ένα όσο το δυνατό ευρύτερο πλαίσιο για την ερμηνεία καταστάσεων, πραγμάτων κτλ.: Ολιστική θεώρηση.

[λόγ. < αγγλ. holistic < holis(m) = ολισ(μός) -tic = -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες