Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολικός -ή -ό [olikós] Ε1 : που αφορά όλα τα τμήματα της έννοιας στην οποία αναφέρεται. ANT μερικός: Ολική έκλειψη του ήλιου / της σελήνης. || συνολικός: Ολική δαπάνη / ζημία. Ολικό ποσό / άθροισμα / εμβαδόν.
ολικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ὁλικός]