Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολέθριος -α -ο [oléθrios] Ε6 : που προκαλεί όλεθρο, που είναι πολύ καταστρεπτικός: Ολέθριο σφάλμα. Πολιτική τυχοδιωκτική και τελικά ολέθρια για τα εθνικά συμφέροντα. Ολέθρια σχέση.
ολέθρια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὀλέθριος]