Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ογκομετρικός -ή -ό [oŋgometrikós] Ε1 : 1α. που αναφέρεται στη μέτρηση του όγκου ενός σώματος. || (ως ουσ.) η ογκομετρική, η ογκομετρία. β. ~ τόνος, ο κόρος 2. 2. (τεχνολ.) χαρακτηρισμός ενός μετρητή, μιας αντλίας ή ανάλογης διάταξης της οποίας η ένδειξη ή η λειτουργία χαρακτηρίζεται από τον όγκο του υγρού που διέρχεται μέσα από αυτή.
[λόγ. ογκομετρ(ία) -ικός (1β: μτφρδ. αγγλ. volumetric ton)]