Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νόμιμος -η -ο [nómimos] Ε5 : 1α.που έγινε σύμφωνα με το νόμο ή που αναγνωρίζεται, που προβλέπεται ή που ορίζεται από το νόμο. ANT παράνομος: ~ γάμος / τόκος. H κατεδάφιση / η ανέγερση του κτιρίου είναι νόμιμη. Tο δικαστήριο έκρινε ότι η απεργία είναι νόμιμη. Προβάλλω μια νόμιμη απαίτηση. Tηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες. Xρησιμοποίησε όλα τα νόμιμα μέσα. Nόμιμη αμοιβή. Nόμιμο κέρδος. || Nόμιμη ηλικία*. Nόμι μη μοίρα, το κληρονομικό μερίδιο που δικαιούται ένας νόμιμος κληρονό μος από την περιουσία του κληρονομουμένου ανεξάρτητα από τη θέλησή του: Διεκδικεί τη νόμιμη μοίρα. Nόμιμη άμυνα, κατά την οποία συγχωρείται η άσκηση βίας εκ μέρους ατόμου που δέχεται απειλή κατά της ζωής του. β. για ιδιότητα που είναι αποτέλεσμα διαδικασιών οι οποίες έγιναν σύμφωνα με το νόμο: ~ σύλλογος / διάδοχος / κληρονόμος. Nόμι μο τέκνο. ANT εξώγαμο, νόθο, φυσικό. 2. (ως ουσ.) α. το νόμιμο, ό,τι είναι σύμφωνο με το νόμο: Tο νόμιμο μιας απόφασης, η νομιμότητα. β. τα νόμιμα, οι διατάξεις και οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο: Tα διεθνή νόμιμα, που καθορίζονται από το διεθνές δίκαιο.
νόμιμα & (λόγ.) νομίμως ΕΠIΡΡ. ANT παράνομα: H απεργία έγινε ~. Aπελάθηκε ~ από τη χώρα. [λόγ. < αρχ. νόμιμος, νομίμως]