Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομοπαρασκευαστικός -ή -ό [nomoparaskevastikós] Ε1 : που ασχολείται με το προπαρασκευαστικό στάδιο της κατάρτισης των νόμων: Nομοπαρασκευαστική επιτροπή.
[λόγ. νομο- 1 + παρασκευαστικός]