Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομιμόφρων -ων -ον [nomimófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) α. που σέβεται και τηρεί τους νόμους του κράτους: ~ πολίτης, νομοταγής. || (επέκτ.) που υπακούει στους κανονισμούς και στις αρχές ενός οργανωμένου συνόλου: Οι νομιμόφρονες και οι αντιρρησίες του κόμματος. β. που είναι πιστός σε ένα πολιτικό καθεστώς που θεωρείται ως το μόνο νόμιμο: Aπολύθηκε από την υπηρεσία, γιατί δεν κρίθηκε ~. ~ πολιτική παράταξη. || (ως ουσ.) ο νομιμόφρων.
[λόγ. νόμιμ(ος) -ο- + -φρων]