Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νομαδικός -ή -ό [nomaδikós] Ε1 : α.που αποτελείται από νομάδες: Οι Εβραίοι ήταν ~ λαός. Nομαδικές φυλές. β. που ταιριάζει σε νομάδες: Ο άνθρωπος όταν έγινε γεωργός εγκατέλειψε τη νομαδική ζωή.
νομαδικά ΕΠIΡΡ: Οι Σαρακατσαναίοι ζουν ~. [λόγ. < αρχ. νομαδικός `ποιμενικός΄ κατά τη σημ. του νομάδας]