Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεοκλασικός -ή -ό [neoklasikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο νεοκλασικισμό: ~ ρυθμός. Nεοκλασική τέχνη. Nεοκλασικά κτίρια. || (ως ουσ.) το νεοκλασικό, κτίριο νεοκλασικού ρυθμού: Nεοκλασικά που κρίθηκαν διατηρητέα.
[λόγ. < γαλλ. néo-classique < néo- = νεο- + classique (-ique = -ικός)]