Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "μπεν μαρί"
1 item total
μπεν μαρί το [bén marí] Ο (άκλ.) : δοχείο γεμάτο με ζεστό νερό, μέσα στο οποίο βάζουν το σκεύος που περιέχει το υλικό, το οποίο θέλουν να ζεστάνουν ή να διατηρήσουν ζεστό: Kρατήστε τη σάλτσα ζεστή σε ~.

[λόγ. < γαλλ. bain-marie (από το όν. Mαρία της αδελφής του Μωυσή, που το Mεσαίωνα πίστευαν πως είχε γράψει αλχημιστικό σύγγραμμα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go