Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπατικός -ή -ό [batikós] Ε1 : (αρχιτ., για τοιχοποιία) που γίνεται έτσι ώστε τα τούβλα ή οι πέτρες να καλύπτουν με το μήκος τους ολόκληρο το πλάτος της. ANT δρομικός: ~ τοίχος. Mπατικό χτίσιμο. Mπατική πλινθοδομή.
[ελνστ. ἐμβατικός `τετράγωνος΄ (προφ. [mb] ) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]