Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μικροπολιτικός -ή -ό [mikropolitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μικροπολιτική· πολιτικάντικος: Mικροπολιτικά συμφέροντα. || (ως ουσ.) ο μικροπολιτικός, πολιτικάντης.
[λόγ. μικροπολιτ(ική) -ικός]