Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετριόφρων -ων -ον [metriófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) α. που δε θέλει να επιδεικνύει τις ικανότητες, τις επιτυχίες του κτλ. ή γενικά να γίνεται λόγος γι΄ αυτά: Tαπεινός και ~ άνθρωπος καθώς είναι, αποφεύγει να προβάλλει κάθε τιμητική διάκριση. || (ως ουσ.): Οι μετριόφρονες και οι αφανείς στο τέλος δικαιώνονται. β. (σπάν.) που δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. μετριόφρων]