Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μεμονωμένος -η -ο"
1 εγγραφή
μεμονωμένος -η -ο [memonoménos] Ε3 : που είναι ένας, χωριστός και συνήθ. διαφορετικός από το σύνολο: Mεμονωμένο γεγονός / κρούσμα / παράδειγμα. Bγάζει γενικά συμπεράσματα από μεμονωμένες περιπτώσεις. μεμονωμένα ΕΠIΡΡ: Εξετάζω / αντιμετωπίζω ~ μία κατάσταση. Δρω ~.

[λόγ. < μππ. του αρχ. ρ. μονοῦμαι `είμαι εγκαταλειμμένος΄ μτφρδ. γαλλ. isolé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες