Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεμονωμένος -η -ο [memonoménos] Ε3 : που είναι ένας, χωριστός και συνήθ. διαφορετικός από το σύνολο: Mεμονωμένο γεγονός / κρούσμα / παράδειγμα. Bγάζει γενικά συμπεράσματα από μεμονωμένες περιπτώσεις.
μεμονωμένα ΕΠIΡΡ: Εξετάζω / αντιμετωπίζω ~ μία κατάσταση. Δρω ~. [λόγ. < μππ. του αρχ. ρ. μονοῦμαι `είμαι εγκαταλειμμένος΄ μτφρδ. γαλλ. isolé]