Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μειλίχιος -α -ο"
1 εγγραφή
μειλίχιος -α -ο [milíxios] Ε6 : (για πρόσ.) που οι εκδηλώσεις του, ιδίως τα λόγια του, χαρακτηρίζονται από γλυκύτητα, από έλλειψη βιαιότητας: Είναι πολύ ~ άνθρωπος· ποτέ δεν υψώνει τον τόνο της φωνής του. || για ανάλογη συμπεριφορά: Mειλίχιο βλέμμα / χαμόγελο. μειλίχια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μειλίχιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες