Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μειλίχιος -α -ο [milíxios] Ε6 : (για πρόσ.) που οι εκδηλώσεις του, ιδίως τα λόγια του, χαρακτηρίζονται από γλυκύτητα, από έλλειψη βιαιότητας: Είναι πολύ ~ άνθρωπος· ποτέ δεν υψώνει τον τόνο της φωνής του. || για ανάλογη συμπεριφορά: Mειλίχιο βλέμμα / χαμόγελο.
μειλίχια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μειλίχιος]