Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγαλόψυχος -η -ο [meγalópsixos] Ε5 : (για πρόσ.) που είναι πολύ καλός έτσι ώστε να συγχωρεί αυτούς που τον βλάπτουν και να ευεργετεί αυτούς που έχουν ανάγκη· μεγαλόκαρδος. ANT μικρόψυχος: ~ άνθρωπος. Στάθηκε ~ απέναντι στους ηττημένους εχθρούς. || για ανάλογη συμπεριφορά: Mεγαλόψυχη πράξη.
μεγαλόψυχα ΕΠIΡΡ: Tου φέρθηκε ~. [λόγ. < αρχ. μεγαλόψυχος]