Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μεγαλόψυχος -η -ο"
1 εγγραφή
μεγαλόψυχος -η -ο [meγalópsixos] Ε5 : (για πρόσ.) που είναι πολύ καλός έτσι ώστε να συγχωρεί αυτούς που τον βλάπτουν και να ευεργετεί αυτούς που έχουν ανάγκη· μεγαλόκαρδος. ANT μικρόψυχος: ~ άνθρωπος. Στάθηκε ~ απέναντι στους ηττημένους εχθρούς. || για ανάλογη συμπεριφορά: Mεγαλόψυχη πράξη. μεγαλόψυχα ΕΠIΡΡ: Tου φέρθηκε ~.

[λόγ. < αρχ. μεγαλόψυχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες