Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μακρόσυρτος -η -ο"
1 εγγραφή
μακρόσυρτος -η -ο [makrósirtos] Ε5 : α. που έχει μεγάλη διάρκεια, παρατεταμένος: ~ θόρυβος. Mακρόσυρτη ομιλία. Mακρόσυρτο μπουμπουνητό. β. που έχει αργό, νωχελικό ρυθμό: Mακρόσυρτα ανατολίτικα τραγούδια. || Mακρόσυρτα βήματα. μακρόσυρτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μακρο- + συρ- (σύρω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες