Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακρόσυρτος -η -ο [makrósirtos] Ε5 : α. που έχει μεγάλη διάρκεια, παρατεταμένος: ~ θόρυβος. Mακρόσυρτη ομιλία. Mακρόσυρτο μπουμπουνητό. β. που έχει αργό, νωχελικό ρυθμό: Mακρόσυρτα ανατολίτικα τραγούδια. || Mακρόσυρτα βήματα.
μακρόσυρτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μακρο- + συρ- (σύρω) -τος]